Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Yπάρχει σωστή απάντηση στο δημοψήφισμα;

 

Όχι. Εξαρτάται από την καθημερινότητά μας αλλά και τα πιστεύω μας. Αυτές οι δυο δυνάμεις είναι φυσικά αλληλένδετες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στον καθένα από εμάς. Υπάρχει λοιπόν η ζωή του καθενός ξεχωριστά, οι στεναχώριες, οι χαρές, τα προβλήματα, τα όνειρα, οι υποχρεώσεις, οι ελπίδες, τα σχέδια και η ιστορία του. Υπάρχουν όμως και τα γενικότερα πολιτικά πιστεύω και η οικονομία την οποία θέλει κάποιος για την Ελλάδα, την Ευρώπη, την οικογένειά του, τους συνανθρώπους του και τον εαυτό του.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε όμως γιατί ψηφίζουμε «Όχι», για παράδειγμα, αλλά και να σεβαστούμε τους λόγους για τους οποίους κάποιος συμπολίτης μας μπορεί να υποστηρίζει το «Ναι». Δεδομένης της σημασίας του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος για το μέλλον της χώρας, η απόφασή μας πρέπει να είναι οσο το δυνατό πιο ορθολογική. Δυστυχώς τα θέματα είναι περίπλοκα και δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για συζήτηση και ενημέρωση. Αν και αντιλαμβάνομαι ότι η ψήφος είναι πρωτίστως πολιτική, έχει μια σημαντική οικονομική διάσταση. Για αυτό το λόγο θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου ως οικονομολόγος με πολύχρονη εμπειρία και εξειδίκευση σε θέματα χρηματοοικονομικών στην Ελλάδα και διεθνώς. Καθώς δεν πιστεύω ότι υπάρχει σωστή απάντηση στο δημοψήφισμα, δεν μπορώ να σας πω τι να ψηφίσετε παρά μόνο να αναδείξω κάποιες οικονομικές πτυχές του προβλήματος. Αναπόφευκτα η συλλογιστική μου θα είναι κάπως απλουστευμένη. Πρέπει να σας τονίσω επίσης ότι όπως και στο δημοψήφισμα, έτσι και στην οικονομική επιστήμη και πρακτική δεν υπάρχουν αντικειμενικά σωστές απόψεις. Εγώ ανήκω στην συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων στην Ελλάδα και διεθνώς που πιστεύουν ότι υπό περιορισμούς οι αγορές είναι γενικά ο πιο αποτελεσματικός τρόπος οργάνωσης μιας οικονομίας. Αυτό διδάσκω εδώ και 20 χρόνια σε φοιτητές και επιχειρήσεις, μελετώ τα προβλήματα που ανακύπτουν αλλά και προτείνω τρόπους αντιμετώπισής τους. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η οικονομία της αγοράς υιοθετείται σήμερα από ένα ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα που περιλαμβάνει τους σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους και τους συντηρητικούς. Στην αντίπερα όχθη υπάρχει η άποψη της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας που εκφράζεται πολιτικά σήμερα διεθνώς από μέρος της αριστεράς αλλά και από κάποια εθνικιστικά και φασιστικά πολιτικά σχήματα. Αναφορικά με την Ελλάδα, πρέπει κανείς να τονίσει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτουν τις αγορές ως μοντέλο οργάνωσης υποστηρίζοντας έμμεσα ή άμεσα την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία. Στους οικονομολόγους δεν ισχύει «είσαι ότι δηλώσεις» ή «δεν είσαι ότι δεν δηλώσεις» στα ΜΜΕ, οι θέσεις του καθενός προκύπτουν και τεκμηριώνονται με βάση τις επιστημονικές και άλλες δημοσιεύσεις του. Αν κάποιος αμφιβάλει για τα πιστεύω του καθενός, δεν έχει παρά να κάνει μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο. Ας δούμε λοιπόν τώρα τι σημαίνει το «Όχι» και το «Ναι» σε όρους οικονομίας.

Το «Όχι» ταιριάζει και οδηγεί σε μια οικονομία ανεξάρτητη, αλλά κλειστή και αποκομμένη που αναγκαστικά βασίζεται αποκλειστικά στις δικές τις δυνάμεις. Η ανάδελφη αυτή οικονομία είναι ελεύθερη να οργανωθεί όπως θέλει μέσα στις περιορισμένες δυνατότητες που έχει. Η πίτα είναι μικρή αλλά μπορεί να την φάει ολόκληρη και να την μοιράσει όπως θέλει. Η οικονομία αυτή μπορεί να έχει μικρές ανισότητες χωρίς όμως να είναι αυτό πάντα ζητούμενο ή δυνατό. Η οικονομία αυτή είναι εθνική αλλά όχι διεθνοποιημένη. Δεν υπάρχουν οι πονοκέφαλοι των δανείων και των ξένων επενδυτών αλλά ούτε και τα όποια πλεονεκτήματα. Οι όποιες διεθνείς συνεργασίες είναι πρωταρχικά πολιτικές και όχι οικονομικές. Αναπόφευκτα, καθώς μια τέτοια οικονομία δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, είναι σε μεγάλο βαθμό εσωστρεφής, όχι μόνο χρηματοδοτικά και εμπορικά αλλά και πολιτικά, κοινωνικά, επιστημονικά και πολιτιστικά. Σε μια τέτοια οικονομία δεν είναι οι αγορές και εξωτερικοί παράγοντες που ρυθμίζουν τις τιμές των προϊόντων, το τι θα παραχθεί και θα ζητηθεί, αλλά είναι η κυβέρνηση. Είναι μια μερικώς ή ολικώς κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία και η επιχειρηματικότητα είναι περιορισμένες και ανεπιθύμητες. Υπάρχουν περιορισμοί όχι μόνο στην κίνηση κεφαλαίων αλλά και ανθρώπων. Ο ανταγωνισμός και η ατομικότητα δεν έχουν θέση αλλά αντικαθίστανται από τον αγώνα για κάποιο συλλογικό στόχο. Ελάχιστες χώρες πια επιλέγουν αυτό τον μοναχικό δρόμο οικονομικής οργάνωσης. Ο βασικότερος λόγος είναι ότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που δείχνουν ότι οδηγεί σε μακροχρόνια φτώχεια και έλλειψη επιλογών, ευκαιριών και εναλλακτικών. Ταυτόχρονα, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να βοηθήσει ώστε να επιτευχθούν κοινοί συλλογικοί στόχοι όπως είναι η ισότητα και η ανεξαρτησία.

Το «Ναι» ταιριάζει σε μια οικονομία της αγοράς την οποία γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, επομένως δεν χρειάζεται να την περιγράψω. Η οικονομία αυτή, στην περίπτωση της Ελλάδας, μπορεί να είναι βαθιά προβληματική, όπως σήμερα, αν και στο παρελθόν έχει υπάρξει ιδιαίτερα επιτυχημένη. Μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι οι Έλληνες στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς καταφέραμε να αναστήσουμε την κατεστραμμένη χώρα μας μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, να σημειώσουμε για χρόνια σημαντικές επιτυχίες και να είμαστε παράδειγμα προς μίμηση σε πολλούς τομείς. Φυσικά τα οικονομικά προβλήματα και οι επιτυχίες στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες δεν οφείλονται αποκλειστικά στην οικονομία της αγοράς, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες. Η σημασία όμως της οικονομίας της αγοράς γίνεται αντιληπτή αν δούμε τι συνέβη στους Βαλκάνιους γείνονές μας που έκαναν, ή, για τους οποίους έγιναν, διαφορετικές επιλογές. Διαβάζοντας, ταξιδεύοντας και μιλώντας σε μετανάστες Έλληνες και ξένους, μαθαίνουμε για τα καλά και τα κακά που έχουν φέρει διεθνώς οι διαφορετικοί τρόποι οργάνωσης της οικονομίας και σε άλλες χώρες πέρα από την Ελλάδα. Τα δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της αγοράς είναι ο πιο επιτυχημένος τρόπος οργάνωσης που γνωρίζουμε, τα πλεονεκτήματα υπερτερούν ξεκάθαρα των μειονεκτημάτων.

Το «Όχι» και «Ναι» δεν είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν αλλά έχει σημαντικότατες συνέπειες. Η ενδεχόμενη αλλαγή νομίσματος σε «Νέα Δραχμή» ως αποτέλεσμα του «Όχι» θα είναι η μικρότερη πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει η «Νέα Ελληνική Οικονομία».

 Ο Ραφαήλ Μάρκελλος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Norwich Business School, University of East Anglia. Εργάστηκε για 12 χρόνια στην Ελλάδα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).